μνάστις

μνάστις
μνᾱστις, ἡ (Α)
(δωρ. τ.) βλ. μνήστις.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μνᾶστις — μνῆστις remembrance fem nom sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μνήστις — ιος, ἡ (Α, δωρ. και αιολ. τ. μνάστις) 1. ανάμνηση, θύμηση, μνήμη 2. μνεία 3. προσοχή 4. φήμη 5. φρ. «μνῆστις γίγνεται» θυμούνται ή συλλογίζονται οι άνθρωποι. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μνη σ τού μι μνή σκω + επίθημα τις (για το σ τού τ. πρβλ. λῆ σ τις)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”